χρώς, χρωτός

χρώς, χρωτός
+ N 3 15-0-0-0-0=15 Ex 28,42; Lv 13,2(bis).3(bis) skin Ex 28,42; flesh Lv 13,2
Cf. WALTERS 1973, 137

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρωτός — χρώς skin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • φοινικόχρως — χρωτος, ὁ, ἡ, Μ φοινικόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. μολυβδόχρως] …   Dictionary of Greek

  • θρυψίχρως — θρυψίχρως, οος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει υπερβολικά λεπτή και μαλακή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψις + χρως (< χρως, χρωτός), πρβλ. αργό χρως, μελί χρως] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόχρως — λεπτόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, λεπτή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός), πρβλ. ξανθό χρως, ροδό χρως] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρως — μονόχρως, ων (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός («χρώμα»), πρβλ. λευκό χρως, πολύ χρως] …   Dictionary of Greek

  • χιονόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ χιονόχροος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρό χρως, μολυβδό χρως] …   Dictionary of Greek

  • οζόχρωτος — ὀζόχρωτος, ον (Μ) αυτός που έχει δυσώδες δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + χρωτος (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρωτος] …   Dictionary of Greek

  • μελίχρως — μελίχρως, ωτος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρώς, χρωτός (πρβλ. μολυβδό χρως, πυρί χρως)] …   Dictionary of Greek

  • πολιόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα 2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως, μελανό χρως)] …   Dictionary of Greek

  • πυρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”